- συνεξανύω
- και συνεξανύτω Α1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.